ταμπόρ

ταμπόρ
το, Ν
στρ. μαροκινό στρατιωτικό σώμα που συγκροτείται από πολλές εφεδρικές ομάδες και αντιστοιχεί σε ένα τάγμα πεζικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. μαροκινής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”